μέσος χρόνος ζωής

μέσος χρόνος ζωής
Έτσι ονομάζεται στην επιστήμη της φυσικής η μέση χρονική διάρκεια, κατά την οποία υπάρχει ένας ασταθής πυρήνας, προτού διασπαστεί. Όλοι οι πυρήνες ενός ραδιενεργού σώματος δεν διασπώνται στον ίδιο χρόνο, αλλά η διάσπασή τους ακολουθεί έναν στατιστικό νόμο, στα πλαίσια του οποίου υφίσταται μια πεπερασμένη πιθανότητα να τελεσθεί η διάσπαση σε κάποιο ορισμένο χρονικό διάστημα. Αν πάρουμε έναν πυρήνα, αυτός μπορεί να διασπαστεί μέσα σε μηδενικό χρόνο, μπορεί όμως και να ζήσει για άπειρο χρόνο. Κατά τη διάρκεια, όμως, του ίδιου χρονικού διαστήματος το ποσοστό των πυρήνων που διασπώνται σε ένα ραδιενεργό δείγμα είναι σταθερό. Προφανώς αν ο πυρήνας διασπαστεί, δεν θα ανήκει πλέον στο υπό εξέταση δείγμα. Αν κατά τη διάρκεια ενός μ.χ.ζ. διασπώνται τα 63% των ραδιενεργών πυρήνων, τότε κατά τη διάρκεια του επόμενου μ.χ.ζ. θα διασπαστούν πάλι τα 63% των πυρήνων που έχουν απομείνει, δηλ. 63% x 37% = 23% και, επομένως, το ολικό ποσοστό των πυρήνων που θα έχουν διασπαστεί σε δύο μ.χ.ζ. θα είναι: 63% + 23% = 86%. Κατά τη διάρκεια του επόμενου μ.χ.ζ. θα διασπαστούν τα 63% των πυρήνων που έχουν απομείνει δηλ. 63% x 14% = 9% κ.ο.κ. Άρα, ο αριθμός των πυρήνων που διασπώνται σε κάθε μονάδα χρόνου ελαττώνεται προοδευτικά και η ραδιενέργεια του σώματος ελαττώνεται πιο γρήγορα χρονικά, ανάλογα με το πόσο σύντομος είναι ο μ.χ.ζ. Πρέπει, ωστόσο, να σημειωθεί ότι για τον υπολογισμό μιας τέτοιας πιθανότητας διάσπασης δεν αρκεί η κλασσική μηχανική, αλλά απαιτείται κβαντομηχανική προσέγγιση. Τέλος, για να είναι εφικτή η παρατήρηση ένας μ.χ.ζ. θα πρέπει να κυμαίνεται από 10-6 δευτερόλεπτα έως 1014 χρόνια.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • διάσπαση — Βίαιος διαχωρισμός, διαμελισμός, διχασμός, παράλυση συνοχής. Στην πυρηνική φυσική ο όρος αναφέρεται στο φαινόμενο κατά το οποίο ένας ασταθής, λόγω μεγάλης μάζας, πυρήνας διασπάται σε άλλους. σταθερά δ. Η πιθανότητα ανά μονάδα χρόνου να συμβεί… …   Dictionary of Greek

  • άλφα διάσπαση — Κβαντικό φαινόμενο κατά το οποίο ένα σωμάτιο άλφα που δεν έχει αρκετή ενέργεια για να υπερνικήσει το φράγμα δυναμικού κοντά στην επιφάνεια του πυρήνα διαπερνά το φράγμα και βγαίνει έξω από τον πυρήνα, όπου η ηλεκτρική απωστική δύναμη το… …   Dictionary of Greek

  • κοσμικές ακτίνες — Σωματιδιακή ακτινοβολία που προέρχεται από τους κοσμικούς χώρους και καταλήγει σταθερά πάνω στην επιφάνεια της Γης. Τα ατομικά ή υποατομικά σωματίδια που αποτελούν τις κ.α. διαθέτουν πολύ υψηλές ενέργειες. Ενδεικτικό είναι ότι τα πρωτόνια,… …   Dictionary of Greek

  • Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… …   Dictionary of Greek

  • Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… …   Dictionary of Greek

  • δημογραφικό πρόβλημα — Όρος που περιγράφει τα προβλήματα που δημιουργούνται από τη δυσανάλογη αύξηση ή μείωση του πληθυσμού καθώς και τις αλλαγές της πληθυσμιακής σύνθεσης μιας χώρας ή περιοχής. Ο Αριστοτέλης έγραψε: «Μίαν γαρ πληγήν ουχ’ υπήνεγκεν η πόλις, αλλ’… …   Dictionary of Greek

  • Ηνωμένο Βασίλειο — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένο Βασίλειο της Μεγάλης Βρετανίας και της Βορείου Ιρλανδίας Συντομευμένη ονομασία: Μεγάλη Βρετανία Έκταση: 244.820 τ. χλμ. Πληθυσμός: 59.647.790 (2001) Πρωτεύουσα: Λονδίνο (6.962.319 κάτ. το 2001)Κράτος της βορειοδυτικής… …   Dictionary of Greek

  • όρος — Το υγρό μέρος του αίματος, κίτρινου χρώματος, ρευστό σχεδόν σαν το νερό, που αποχωρίζεται μετά την εκτός του σώματος πήξη και συστολή του θρόμβου του αίματος. Διαφέρει από το πλάσμα, γιατί δεν περιέχει ινωδογόνο και προθρομβίνη, ουσίες που μένουν …   Dictionary of Greek

  • ημέρα — Χρονική μονάδα που αντιστοιχεί στη διάρκεια μιας πλήρους περιστροφής της Γης γύρω από τον άξονά της. Για τον προσδιορισμό της χρησιμοποιούνται διάφορα φαινόμενα, που κάνουν αντιληπτή την περιστροφική κίνηση της Γης. Ένα από τα φαινόμενα αυτά… …   Dictionary of Greek

  • Χάιντεγκερ, Μάρτιν — (Heidegger, Μέσκιρχ, Μπάντεν 1889 – 1976). Εκπρόσωπος του γερμανικού υπαρξισμού. Μαθητής του Χούσερλ, δίδαξε στο πανεπιστήμιο του Μάρμπουργκ και, από το 1927, του Φράιμπουργκ. Έργα του είναι: Είναι και χρόνος (1927), Η ουσία του θεμελίου (1929),… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”